- Ιωνικως
- Ἰωνικῶςпо-ионически, как свойственно ионянам Arph.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Ἰωνικῶς — Ἰωνικός Ionic adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιωνικός — (4ος αι. μ.Χ.).Γιατρός από τις Σάρδεις. Έδρασε κυρίως στην Αλεξάνδρεια. Ήταν μαθητής του Ζήνωνα και ασχολήθηκε με την ανατομία, τη φαρμακευτική, τη χειρουργική, τη φιλοσοφία, τη ρητορική και την ποίηση. * * * ή, ὁ (Α ἰωνικός, ή, όν) [Ίωνες] 1.… … Dictionary of Greek